- καταρδευόμενοι
- καταρδεύωpres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταρδεύω — (AM) 1. ποτίζω, καταβρέχω 2. αναζωογονώ («τῇ τοῡ ἁγίου πνεύματος καταρδευόμενοι χάριτι», Κύριλλ.) μσν. 1. τρέφω, τροφοδοτώ 2. ευφραίνω … Dictionary of Greek